- συνάπτει
- συνάπτωjoin togetherpres ind mp 2nd sgσυνάπτωjoin togetherpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών … Dictionary of Greek
δίγαμος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο πρώτος 2. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο μετά τη διάλυση τού πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
συναπτήριος — ον, Μ 1. αυτός που συνάπτει, συνδετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναπτήριον καθετί που συνάπτει, που συνδέει («σταυρὸς οὐρανοῡ καὶ γῆς συναπτήριον», Στουδ. Θεόδ.) 3. φρ. «συναπτήριος εὐλογία» η ευλογία τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνάπτω + επίθημα… … Dictionary of Greek
Límites de los continentes — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar … Wikipedia Español
Boundaries between continents — Color coded map of continents: Africa … Wikipedia
ANTIOPA vel ANTIOPE — ANTIOPA, vel ANTIOPE Nyctei filia, et uxor Lyci Regis Thebarum, et Aegyptiorum. Hanc Iuppiter in Satyrum mutatus compressit, quod cum Lycus comperisset, eâ repudiatâ, Dircen superinduxit, a qua in carcerem coniecta est: Verum cum partus… … Hofmann J. Lexicon universale
CAESENA — Galliae Togatae oppid. Ptol. Cesena Plini, l. 3. c. 15. nunc Cesnabrigo vocari scribit Fabricius; hinc Caesenates populi et Caesenatia vina. Plin. l. 14. c. 6. A caedendo dicta, uti volunt Grammatici, quod exiguô amne caesa, i. e. divisa sic, vel … Hofmann J. Lexicon universale
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek